Η θεωρία Circumplex για ψυχοσωματικά συμπτώματα στα παιδιά
- xri ko
- 10 Μαΐ
- διαβάστηκε 3 λεπτά

Τα παιδιά περνούν από διάφορες εξελικτικές φάσεις κατά τη διάρκεια του αναπτυξιακού τους φάσματος, συνοδευόμενα από σημαντικές αλλαγές σε βιοφυσικό, ψυχοκοινωνικό, γνωστικό και γλωσσικό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, για να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες και να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα στρες, μπορεί να εμφανίσουν επαναλαμβανόμενα σωματικά συμπτώματα. Αυτά είναι τα λεγόμενα ψυχοσωματικά φαινόμενα, των οποίων η αιτιολογία και η ανάπτυξη χαρακτηρίζονται από τον κυρίαρχο ρόλο ψυχολογικών παραμέτρων.
Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού, προβλήματα υγείας που μπορεί να υπάρχουν και σε άλλα μέλη της οικογένειας, η ανταπόκριση των γονέων/φροντιστών στα συμπτώματα και τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, καθώς και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, μπορεί να συμβάλλουν στη διατήρηση της ψυχοσωματικής διαταραχής. Η ψυχοσωματική παθολογία στην παιδική ηλικία χαρακτηρίζεται επομένως από την πολυπαραγοντική της φύση, ενώ ένα κοινό χαρακτηριστικό σε πολλές περιπτώσεις είναι η εμφανής παρουσία συγκρουσιακών συνθηκών στην οικογενειακή αλληλεπίδραση και οι διαταραγμένες σχέσεις των φροντιστών με το παιδί. Σε αυτούς τους τύπους οικογενειών, οι ψυχοσωματικές εκδηλώσεις του παιδιού εκφράζουν τις διαταραγμένες και προβληματικές οικογενειακές σχέσεις.
Το μοντέλο Circumplex παρέχει ένα πολύτιμο πλαίσιο για την κατανόηση της οικογενειακής δυναμικής και της επίδρασής της στην υγεία, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ψυχοσωματικές διαταραχές. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, όλες οι οικογένειες αποτελούνται από δύο στοιχεία: τη συνοχή και την προσαρμοστικότητα. Μεταξύ αυτών των δύο διαστάσεων βρίσκονται οικογένειες που ισορροπούν μεταξύ οικειότητας και αυτονομίας, και μεταξύ σταθερότητας και ικανότητας για αλλαγή αντίστοιχα. Η δυσλειτουργία εμφανίζεται όταν το οικογενειακό σύστημα χάνει την ισορροπία του και κινείται προς τα άκρα. Ειδικότερα, όσον αφορά τη συνοχή, το ένα άκρο αναφέρεται στην υπερβολική εμπλοκή, που εμποδίζει την αυτονομία, και το άλλο άκρο στην πλήρη αποσύνδεση, όπου δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των μελών. Στη διάσταση της προσαρμοστικότητας, στο ένα άκρο βρίσκεται η ακαμψία, όπου δεν υπάρχει περιθώριο για αλλαγή, και στο άλλο άκρο το χάος, όπου δεν υπάρχουν όρια.
Σε σχετικές μελέτες για δυσλειτουργικά οικογενειακά συστήματα και τη συμβολή τους στην επικράτηση ψυχοσωματικών διαταραχών στα παιδιά, βρέθηκε θετική σχέση σε περιπτώσεις άσθματος, με την πλειονότητα των οικογενειών να βρίσκεται στα άκρα της ακαμψίας και της υπερβολικής εμπλοκής. Η οικογενειακή δομή και η συνοχή παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Οι οικογένειες των παιδιών που ασθενούν, έχουν συχνά δυσλειτουργική δομή και μοτίβο επικοινωνίας, ενώ μπορεί να επηρεάζονται από την εμπειρία ενός σημαντικού γεγονότος και μια περίοδο κρίσης, η ένταση της οποίας εξαρτάται από δυσκολίες στην επαναπροσαρμογή και συγκρούσεις.
Η οικογενειακή δομή και τα μοτίβα επικοινωνίας παίζουν επίσης κρίσιμο ρόλο στα αποτελέσματα υγείας. Οι δυσλειτουργικές οικογένειες συχνά παρουσιάζουν κακή επικοινωνία, ανεπίλυτες συγκρούσεις και δυσκολία προσαρμογής στην αλλαγή. Επιπλέον, σημαντικά γεγονότα ζωής ή παρατεταμένες κρίσεις μπορούν να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω το οικογενειακό σύστημα, επιδεινώνοντας τα υπάρχοντα προβλήματα. Η ένταση αυτών των διαταραχών εξαρτάται από την ικανότητα της οικογένειας να επαναπροσαρμοστεί και να επιλύσει τις συγκρούσεις αποτελεσματικά. Όταν η προσαρμογή αποτυγχάνει, το στρες συσσωρεύεται, πιθανώς εκδηλούμενο ως σωματική ασθένεια σε ευάλωτα μέλη, όπως τα παιδιά.
Αυτό το μοντέλο υπογραμμίζει πώς η οικογενειακή δυναμική μπορεί να επηρεάσει άμεσα την υγεία, τονίζοντας την ανάγκη για ισορροπημένη συνοχή και προσαρμοστικότητα για την πρόληψη της δυσλειτουργίας. Παρεμβάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της οικογενειακής επικοινωνίας, της ευελιξίας και της συναισθηματικής υποστήριξης θα μπορούσαν να μετριάσουν τον κίνδυνο ψυχοσωματικών διαταραχών, ιδιαίτερα σε παιδιά που είναι ήδη επιρρεπή σε τέτοιες καταστάσεις. Αντιμετωπίζοντας αυτούς τους συστημικούς παράγοντες, οι οικογένειες μπορεί να επιτύχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και καλύτερα αποτελέσματα υγείας.
Η έγκαιρη διάγνωση και η ψυχοσωματική φροντίδα του παιδιού απαιτούν την εξαιρετική συνεργασία της διεπιστημονικής ομάδας, στην οποία ο ειδικός ψυχικής υγείας διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο. Αν και ο παιδίατρος είναι κυρίως υπεύθυνος για τη θεραπεία του παιδιού, είναι απαραίτητη η συνεργασία με τον ειδικό ψυσικής υγείας στα ψυχοσωματικά, ο οποίος καθοδηγεί όλους τους εμπλεκόμενους στην ψυχολογική θεραπεία του παιδιού και της οικογένειάς του. Εξάλλου, η ψυχοσωματική θεραπεία αναφέρεται σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ασθενούς και του προβλήματος της διαταραχής του, περιλαμβάνοντας κοινωνικούς και ψυχολογικούς, καθώς και γενετικούς, φυσιολογικούς και βιοχημικούς παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο στην προδιάθεση, την έναρξη και τη διατήρηση πολλών ασθενειών.
Το παραπάνω άρθρο αποτελεί περίληψη από τα βιβλία του Δρ Χρήστου Κόκκινου
Comments