Ψυχοσωματική είναι οποιαδήποτε διαταραχή εμπλέκει τον νου και το σώμα, ως δυο αμιγώς εξαρτώμενες οντότητες (Frith, 1985). Συγκεκριμένα, ο όρος «ψυχοσωματική διαταραχή» χρησιμοποιείται με σκοπό την κατηγοριοποίηση των διαταραχών όπου σημειώνεται μεταβολή ή παύση σωματικής λειτουργίας μέσα από την επίδραση ψυχολογικών παραγόντων (Herzog & Jellinek, 1990). Επιπλέον, ως ψυχοσωματική ασθένεια περιγράφεται μια ολόκληρη κατάσταση που εμπεριέχει οργανική ή λειτουργική βλάβη, η οποία αναπτύσσεται εξαιτίας της επίδρασης ψυχοκοινωνικών παραγόντων (Nakao & Ohara, 2014). Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι δυνατή η χρήση τόσο της έννοιας «διαταραχή» όσο και της έννοιας «νόσος» ως ταυτόσημες.
Η πρώτη μεγάλη ιστορική σχέση μεταξύ των επιστημονικών κλάδων της ιατρικής και της ψυχολογίας προηγήθηκε των ερευνών του μεγάλου καθηγητή Sigmund Freud, ο οποίος υπήρξε υποστηρικτής της ψυχοθεραπείας ως επιστήμης της ψυχανάλυσης αλλά και της ψυχοσωματικής ιατρικής (Mejías-Estévez, Dominguez Álvarez & Lobera, 2020). Πιο συγκεκριμένα, η ψυχοσωματική ιατρική δημιουργήθηκε ήδη από το 1818 από τον Heinroth, ο οποίος στο έργο του προσπάθησε να συσχετίσει ψυχοκοινωνικές και ψυχοφυσιολογικές αλλαγές. Η εξέλιξη του κλάδου προήλθε από την ανάδειξη της ψυχανάλυσης ως ενδεδειγμένου τρόπου υπέρβασης σημαντικών ψυχοσωματικών δυσκολιών και χρονολογείται περί το 1965. Μέσω της ψυχανάλυσης έγινε δυνατή η μελέτη και η ερμηνεία των θεωρητικών μοντέλων που επεξηγούν υποκειμενικές διαταραχές, όπως σωματικά σύνδρομα, νευρώσεις και δυσκολίες προσωπικότητας (Mejías-Estévez, Dominguez Álvarez & Lobera, 2020).
Ένας πιο εξειδικευμένος κλάδος της ψυχιατρικής είναι η ψυχοσωματική ιατρική. Η ψυχοσωματική ιατρική επικεντρώνεται σε τρεις βασικές λειτουργίες: α) στην αναγνώριση, β) στη διάγνωση και γ) στη διαχείριση των ασθενών που αναπτύσσουν ψυχοσωματικά συμπτώματα, τα οποία συνυπάρχουν με άλλες παθολογικές ή ψυχιατρικές καταστάσεις (Nisavic et al., 2015). Ο χαρακτήρας του εν λόγω κλάδου είναι διεπιστημονικός και ολιστικός ως προς την διερεύνηση των νόσων που παρουσιάζονται ως συνάρτηση ψυχικών και σωματικών διαταραχών και έχουν βιολογική, κοινωνικοπολιτισμική ή ψυχοκοινωνική βάση (Putranto et al., 2017). Μάλιστα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο κλάδος της ψυχοσωματικής ιατρικής στηρίζεται σε γνωμικά της αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος ο οποίος σημείωσε πως το σώμα δεν δύναται να θεραπευτεί χωρίς να έχει θεραπευτεί ο νους (Raginsky, 1948). Όσον αφορά στην προσέγγιση του Αριστοτέλη, τονίστηκε πως τα συναισθήματα έχουν άμεση σχέση με την ανταποκρίση του οργανισμού στις διάφορες καταστάσεις, με μόνη διαφορά τη δυσκολία εντοπισμού και αξιολόγησης των συναισθημάτων ενός ανθρώπου (Raginsky, 1948). Τέλος, ο Γαληνός, προχώρησε σε διαφοροδιάγνωση μέσω της διάκρισης του νου από τα σωματικά αίτια. Έτσι, μίλησε για συναισθηματικά/ ψυχικά και σωματικά/ βιολογικά αίτια απάντησης μιας νόσου (Sivik & Schoenfeld, 2006).
Η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου εξηγεί την επίδραση ψυχοσωματικών παραγόντων, όπως είναι η απροθυμία, οι αλλαγές διάθεσης, η ευερεθιστικότητα, η μη κατάλληλη συμπεριφορά και οι τάσεις για αποθάρρυνση. Στην πορεία, τα παραπάνω χαρακτηριστικά οδηγούν στην εμφάνιση ψυχοσωματικών ασθενειών, όπως είναι η αρτηριακή πίεση, το βρογχικό άσθμα, το πεπτικό έλκος, η ελκώδης κολίτιδα, οι ρευματοειδής αρθρίτιδα, η θυρεοτοξίκωση, η νευροδερματίτιδα και άλλες διαταραχές (Mejías-Estévez, Dominguez Álvarez & Lobera, 2020). Η μέθοδος της ψυχαναλυτικής θεραπείας των ψυχοσωματικών ασθενειών δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση λιγότερη ενασχόληση με το σώμα και περισσότερη ενασχόληση με την ψυχή. Αντιθέτως, η ψυχανάλυση, ασπάζεται η άποψη πως νους και σώμα είναι ένα, αλληλεπιδρούν και είναι αλληλεξαρτώμενα όργανα. Ακόμη, ο κλάδος της ψυχοσωματικής ιατρικής έχει ως στόχο να ανακαλύψει την ακριβή φύση της σχέσης μεταξύ συναισθημάτων και λειτουργίας του σώματος. Έτσι, η μελέτη των ψυχοσωματικών ασθενειών προτείνεται να πραγματοποιείται μέσω ενός πολυπαραγοντικού και βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου και να ισχύει για κάθε περίπτωση ασθενούς (Engel, 1977; Sirri & Fava, 2013).
Με τον όρο ψυχοσωματική ασθένεια περιγράφεται μια κατάσταση στην οποία οι ψυχολογικές διεργασίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της νόσου. Υπάρχει πληθώρα ψυχοσωματικών ασθενειών οι οποίες είναι σωματοποιημένες διαταραχές άγχους και παρουσιάζονται υπό τη μορφή κόπωσης, δυσκολίας πέψης, του έλκους, της ευερεθιστικότητας του εντέρου, ενώ ορισμένες φορές συνδέονται και με σωματικό πόνο. Υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των ψυχοσωματικών ασθενειών και οι διαφορές σχετίζονται με το μέγεθος της συνεισφοράς των βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων (Kellner, 1994). Κατά την ανασκόπηση της συναφούς βιβλιογραφίας εντοπίζονται αρκετές έρευνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε δείγματα ασθενών με ψυχοσωματικές νόσους. Ορισμένες από αυτές παρουσιάζονται ακολούθως.
Στην έρευνα του Sainsbury (1960) μελετήθηκε η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ νευρώσεων και ψυχοσωματικών ασθενειών. Σε αυτή την έρευνα έλαβαν μέρος 1.352 ασθενείς οι οποίοι επισκέφτηκαν ιατρούς σε δύο γενικά νοσοκομεία της περιοχής του Τσίτσεστερ. Το σύνολο των συμμετασχόντων ήταν ενήλικες μεταξύ 20 και 59 ετών. Η έρευνα εκπονήθηκε με ποσοτική έρευνα, ενώ σε ιατρούς και ασθενείς χορηγήθηκε σχετικό ερωτηματολόγιο. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι ασθενείς που εμφάνιζαν ψυχοσωματικές νόσους συνήθιζαν να είναι περισσότερο νευρωτικοί από εκείνους με λοιπές διαταραχές. Ακόμη, οι ασθενείς με ψυχοσωματικές ασθένειες είχαν την τάση να είναι δυσθυμικοί και συναισθηματικά ασταθείς.
Η μελέτη των Smart και Schmidt (1962) επικεντρώθηκε στην μελέτη της σχέσης μεταξύ ψυχοσωματικών ασθενειών και εμπλοκής σε τροχαία ατυχήματα. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 271 άνδρες, ηλικίας έως 75 ετών. Το δείγμα προήλθε από το νοσοκομείο του Οντάριο, όπου και νοσηλευόνταν. Το σύνολο των 75 συμμετασχόντων είχε λάβει διάγνωση πεπτικού έλους. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι ασθενείς με έλκος έχουν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, χωρίς ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Στη μελέτη του Eysenck (1963) διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ των ψυχοσωματικών ασθενειών, της προσωπικότητας του ατόμου και της καπνιστικής συνήθειας. Στην έρευνα συμμετείχαν περίπου 3.000 ενήλικες άνδρες, μεταξύ 45και 64 ετών. Τα αποτελέσματα της έρευνας οδήγησαν στο συμπέρασμα πως το κάπνισμα συσχετίζεται με την εξωστρέφεια των ανδρών. Αντιθέτως, κάπνισμα και νευρωτισμός δεν ανέπτυξαν στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, οι καπνιστές έτειναν να αναπτύσσουν συχνότερα ψυχοσωματικές διαταραχές και οι ίδιες οι ψυχοσωματικές διαταραχές συσχετίστηκαν με θετικό τρόπο με τον νευρωτισμό.
Σε έρευνα που πραγματοποίησαν οι Eastwood και Trevelyan (1972) μελετήθηκαν σε γενικότερο πλαίσιο οι ψυχοσωματικές ασθένειες σε δείγμα 248 ασθενών. Οι συμμετέχοντες είχαν ηλικία μεταξύ 40 και 64 ετών. Μεταξύ των συμμετασχόντων, οι 124 είχαν διαγνωσθεί με κάποια ψυχική νόσο. Για τις ανάγκες της έρευνας πραγματοποιήθηκε κατηγοριοποίηση των ψυχοσωματικών ασθενειών σε μείζονες και ελάσσονες. Στις μείζονες συμπεριελήφθησαν: η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση, το άσθμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η θυρεοτοξίκωση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Στις ελάσσονες ασθένειες συμπεριλήφθηκαν: η χρόνια ρινική λοίμωξη, η ψωρίαση, το έκζεμα, η σμηγματορροϊκή δεματίτιδα, το πεπτικό έλκος, η διάβρωση του τραχήλου της μήτρας, η μυκητιασική λοίμωξη και η μηνορραγία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας σημειώθηκε πως η εμφάνιση μείζονων ψυχοσωματικών διαταραχών είναι συχνότερη σε ασθενείς με κάποια ψυχιατρική διαταραχή.
Αργότερα, ο Ilfeld (1980) πραγματοποίησε μελέτη αναφορικά με τη σχέση μεταξύ ηλικίας, παραγόντων που προκαλούν στρες και ψυχοσωματικών ασθενειών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 299 ενηλίκων μεταξύ 18 και 64 ετών με εργαλείο συλλογής δεδομένων ένα κατάλληλα διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η ηλικία αποτελεί έναν σημαντικό προγνωστικό δείκτη ψυχοσωματικών ασθενειών. Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση της ηλικίας συσχετίστηκε με το στομαχικό έλκος, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την κολίτιδα και την υπέρταση. Το αντίστοιχο αποτέλεσμα δεν παρατηρήθηκε στην περίπτωση των παραγόντων που προκαλούν στρες.
Σε μελέτη του Hurrelmann και των συνεργατών του (1988) διερευνήθηκαν οι σχέσεις ακαδημαϊκής αποτυχίας, συγκρούσεων σε επίπεδο οικογενειακού περιβάλλοντος και ψυχοσωματικών διαταραχών. Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν 1.717 έφηβοι μαθητές, ηλικίας μεταξύ 13 και 16 ετών. Η έρευνα εκπονήθηκε μέσω της ποσοτικής προσέγγισης και στους συμμετέχοντες χορηγήθηκε κατάλληλο ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα η σχολική αποτυχία και οι κοινωνικοσυναισθηματικές συγκρούσεις του εφήβου με τα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης ψυχοσωματικών ασθενειών.
Αρκετά πρόσφατα, εκπονήθηκε έρευνα από τους Holdevici και Crăciun (2012) σχετικά με τη συμβολή της ύπνωσης στις ψυχοσωματικές ασθένειες, σε 92 ασθενείς ηλικίας μεταξύ 25 και 76 ετών. Το σύνολο των συμμετασχόντων είχε διαγνωστεί με κάποια ψυχοσωματική ασθένεια. Μεταξύ των ασθενειών αυτών ήταν η ημικρανία, το άσθμα και οι γαστρεντερικές διαταραχές. Τα ερωτηματολόγια που χορηγήθηκαν μέτρησαν τον σωματικό πόνο, τη στάση των συμμετασχόντων απέναντι στον πόνο και την εκτιμώμενη γενική τους υγεία. Επιπλέον, οι συμμετάσχοντες υποβλήθηκαν σε ψυχοθεραπευτική παρέμβαση με ύπνωση διάρκειας πέντε μηνών. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν την αξία της ύπνωσης στην μείωση του πόνου και στην μείωση της αντιλαμβανόμενης έντασης των συμπτωμάτων τόσο σε ασθενείς με ημικρανίες όσο και σε ασθενείς με άσθμα ή γαστρεντερικές διαταραχές.
Μια ακόμη έρευνα της τελευταίας δεκαετίας είναι εκείνη των Manshaee και Hamidi (2013), στην οποία μελετήθηκε ο επιπολασμός των ψυχοσωματικών ασθενειών σε επίπεδο συμπτωμάτων. Στην έρευνα συμπεριελήφθησαν έφηβοι που έκαναν χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και συγκεκριμένα ασχολούνταν με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Από την έρευνα διαπιστώθηκε πως οι έφηβοι που κατανάλωναν ώρες παιχνιδιού σε ηλεκτρονικό υπολογιστή εμφάνιζαν σε μεγαλύτερο βαθμό ψυχοσωματικές ασθένειες συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους που δεν ασχολούνταν με ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Μια πιο πρόσφατη έρευνα είναι εκείνη που εκπονήθηκε από τους Manshaee και Amini (2013). Σε αυτή τη μελέτη διερευνήθηκε η σχέση πνευματικότητας, θρησκευτικού προσανατολισμού και ψυχοσωματικών ασθενειών. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 90 ασθενείς με μέσο όρο ηλικίας τα 29 έτη. Όλοι οι συμμετέχοντες έπασχαν από ψυχοσωματική ασθένεια και συγκεκριμένα οι 30 είχαν ημικρανίες, οι 30 υπέρταση και οι 30 άσθμα. Για τον εντοπισμό του δείγματος επιλέχθηκαν δύο ψυχιατρικές κλινικές, ενώ στους ασθενείς χορηγήθηκε ερωτηματολόγιο. Τα αποτελέσματα φανέρωσαν στατιστικά σημαντική σχέση πνευματικότητας και ψυχοσωματικών ασθενειών. Η ενασχόληση του ασθενούς με την θρησκεία συνέβαλε στην καλύτερη διαχείριση του πόνου και των λοιπών ψυχοσωματικών συμπτωμάτων αλλά και στην θεραπεία της αντίστοιχης ασθένειας.
Τέλος, η έρευνα των Montoya-Castilla et al. (2018) επικεντρώθηκε στη μελέτη της σχέσης συναισθηματικών καταστάσεων και ψυχοσωματικών ασθενειών. Πληθυσμός της έρευνας αποτέλεσαν παιδιά 10 – 12 ετών. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 367 παιδιά από σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης διαφορετικών επαρχιών της Ισπανίας. Σύμφωνα με τα εξαχθέντα αποτελέσματα, ο φόβος των παιδιών αποτέλεσε την πλέον σημαντική συναισθηματική κατάσταση στην οποία μπορούν να περιέλθουν. Ο φόβος μπορούσε να προβλέψει τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης και ως συνέπεια την εμφάνιση κάποιας ψυχοσωματικής νόσου.
Commenti